οπτός

οπτός
η , ό[ν]
1) жареный; 2) жжёный;

§ οπτή γη — терракота


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οπτός" в других словарях:

  • ὀπτός — roasted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… …   Dictionary of Greek

  • ὀπτά — ὀπτός roasted neut nom/voc/acc pl ὀπτά̱ , ὀπτός roasted fem nom/voc/acc dual ὀπτά̱ , ὀπτός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κὠπτός — ὀπτός , ὀπτός roasted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτόν — ὀπτός roasted masc acc sg ὀπτός roasted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτότατον — ὀπτός roasted masc acc superl sg ὀπτός roasted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταῖς — ὀπτός roasted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταί — ὀπτός roasted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτοί — ὀπτός roasted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτούς — ὀπτός roasted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτή — ὀπτός roasted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»